- μαγουλίκα
- η1) повязка (на лице); 2) платок, шаль (у крестьян)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγουλίκα — η [μάγουλο] 1. επίδεσμος που περιβάλλει τα μάγουλα, τα αφτιά και το πιγούνι 2. κάλυμμα τού κεφαλιού τών χωρικών γυναικών, μαντήλα … Dictionary of Greek